- πολύζωος
- πολύ-ζωος, ον, =A long-lived, π. κακόν, of a very aged man, Com.Adesp.892;
κορῶναι Opp.C.3.117
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κορῶναι Opp.C.3.117
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πολύζωος — long lived masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολύζωος — (I) ον, Α ο πολυζώητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ζωος (< ζωή), πρβλ. δί ζωος, εύ ζωος]. (II) ον, Α 1. αυτός που αποτελείται από πολλά ζώα («πολύζῳος ἀγέλα», Φίλ.) 2. (για τον ζωδιακό κύκλο) αυτός που έχει πάρει το όνομά του από πολλά ζώα 3. το… … Dictionary of Greek
πολύζωον — πολύζωος long lived masc/fem acc sg πολύζωος long lived neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολύζῳον — πολύζῳος consisting of many animals masc/fem acc sg πολύζῳος consisting of many animals neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυζῴους — πολύζῳος consisting of many animals masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυζώοις — πολύζωος long lived masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυζώοισιν — πολύζωος long lived masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολύζωοι — πολύζωος long lived masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυζωώ — έω, Α [πολύζωος] (για την Ίσιδα) είμαι γεμάτος ζωή … Dictionary of Greek
πολυζώητος — η, ο / πολυζώητος, ον, ΝΜ 1. μακρόβιος, πολύζωος 2. πολύ ηλικιωμένος, πολυετής. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ζῶ (πρβλ. κακο ζώητος)] … Dictionary of Greek